μαντατοφορία

μαντατοφορία
η (Μ μαντατοφορία και μαντατοφοριά) [μαντατοφόρος]
1. το έργο τού μαντατοφόρου, μεταβίβαση ή ανακοίνωση μηνύματος
2. είδηση, μήνυμα, παραγγελία
μσν.
1. (για ερωτικές υποθέσεις) μεσολάβηση, μεσιτεία, προξενιό
2. φρ. «ποιῶ (τὴν) μαντατοφορίαν» — παραγγέλλω, μεταφέρω ή ανακοινώνω μήνυμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”